- Ω, ω
- Το εικοστό τέταρτο και τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, χ, ψ, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά είναι ελληνική επινόηση για την παράσταση του μακρού ανοιχτού ο (ο). Στα παλαιότερα ελληνικά αλφάβητα το μακρό και το βραχύ ο και σε πολλά και το μακρό κλειστό ο, που προήλθε από συναίρεση ή αντέκταση (νόθα δίφθογγος ου), δηλωνόταν με το γράμμα Ο: ΤΟ ΕΛΑΦΕΒΟΛΙΟΝΟΣ (= του Eλαφηβολιώνος, Αττική, 6ος αι. π.Χ.). Ήδη, όμως, από το 700 π.Χ. άρχισε να χρησιμοποιείται στην Ιωνία ένα διαφορετικό σημείο Ω για την παράσταση του ανοιχτού μακρού ο. Η χρήση του Ω διαδόθηκε με την ιωνική γραφή, αλλά γενικεύτηκε μετά την επίσημη εισαγωγή του ιωνικού αλφαβήτου στην Αθήνα το 403 π.Χ. Το μακρό ανοικτό ο (ω) της αρχαίας ελληνικής προέρχεται από το ο της ινδοευρωπαϊκής: ινδοευρ. ρίζα gno-, ελλην. γιγνώ-σκω. Προέκυψε όμως και υστερογενές ω από συναίρεση των συμπλεγμάτων α+ο, α+ου, α+ω, ο+α, ω+α, ω+ε, ω+η: ετίμα-ον>ετίμων. Επίσης στην ιωνική και αττική διάλεκτο από αντιμεταχώρηση της ποσότητας των φωνηέντων του συμπλέγματος εο: βασιλήος>βασιλέως. Σε μερικές δωρικές διαλέκτους, στη βοιωτική και στην ηλειακή έχουμε ω από αντέκταση: φέροντ-ja>φέρωσα, τονς λόγονς>τως λόγως, ενώ στην αττική η νόθα αυτή δίφθογγος δηλώθηκε αρχικά με το Ο και κατόπιν με το ΟΥ. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι το αττικό και το δωρικό ω δεν συνέπιπταν στην προφορά. Απόδειξη της κλειστής προφοράς του δωρικού ω παρέχει η τσακωνική διάλεκτος, όπου έχουμε ου όπου η αρχαία (λακωνική) είχε ω, ενώ διατηρείται η προφορά του ο: γέρου, χεούνα (γέρων, χελώνη), αλλά τόπο, βροντά (τόπος, βροντή). Ακόμα κλειστότερη προφορά είχε στη θεσσαλική διάλεκτο, όπου από τον 4o αι. π.Χ. το ω δηλώνεται με το ου: έδουκε, Πετθαλούν (έδωκε, Θετταλών). Από τον 3o αι. π.Χ. το ω άρχισε να συγχέεται φωνητικά με το ο και βαθμηδόν οι δύο φθόγγοι συνέπεσαν και εξελίχθηκαν όμοια στη νέα ελληνική.
Ω, ω
* * *ΝΜΑ1. βλ. ωμέγα2. ως αριθμτ. α) ω’i) ο αριθμός 800ii) οκτακοσιοστόςβ) ῳi) ο αριθμός 800.000ii) οκτακοσιάκις χιλιοστός3. μετρολ. (το κεφαλαίο) Ωσύμβολο για το ωμ4. φυσ. σύμβολο τής γωνιακής ταχύτητας.
Dictionary of Greek. 2013.